- κυανακεταμίδιο
- τοχημ. αμίδιο τού κυανοξικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cyanoacetamide < cyan(o)- (< κύανος) + acetamide < acet- < λατ. acet- < λατ. acetum + amide < γαλλ. amide (< ammoniaque + -ide)].
Dictionary of Greek. 2013.